- φλεβοτονούμαι
- -έομαι, Α(κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «φλεβοτονεῑσθαιτὸ τείνειν τὰς φλέβας λέγοντά τι ἤ πράττοντα».[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -τονοῦμαι / -τονῶ (< -τόνος < τόνος < τείνω), πρβλ. οἰκειο-τονοῦμαι].
Dictionary of Greek. 2013.